φρικαλεότητα

φρικαλεότητα
η, Ν
1. η ιδιότητα τού φρικαλέου
2. συν. στον πληθ. οι φρικαλεότητες
φρικτές, φοβερές πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρικαλέος. Η λ., στον λόγιο τ. φρικαλεότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρικαλεότητα — η 1. αποκρουστικότητα, απαισιότητα: Η φρικαλεότητα του εγκλήματος. 2. πράξη που προκαλεί τη φρίκη: Οι φρικαλεότητες του πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμερδαλεότης — ητος, ἡ, Α [σμερδαλέος] φρικαλεότητα …   Dictionary of Greek

  • φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… …   Dictionary of Greek

  • φρικωδία — η, ΝΜΑ [φρικώδης] φρικαλεότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”